Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ο ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ» ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ



   Με το έργο του Ιωάννου ήρθα σε επαφή πολύ αργά, μόλις το 1984. Τον ίδιο δεν τον γνώρισα ποτέ. Θα απολογηθώ μ’ ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο, που θα επιχειρήσω έπειτα να το θεμελιώσω: Μετά από τόσα χρόνια θεωρώ ότι γι’ αυτήν την πρωτινή μου άγνοια δεν ευθύνομαι εγώ, αλλά ο τρόπος που συμπεριφέρθηκε η πόλη μας απέναντι σ’ ένα απ’ τα άξια τέκνα της, τον Ιωάννου, αλλά και γενικότερα απέναντι σ’ ό,τι καλό γέννησε αυτός ο τόπος.
   Είχα νωρίς αντιληφθεί ότι στην πόλη μας υπήρχε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που ενδιαφερόταν να δημιουργήσει με το ζόρι μια «σχολή». Οι άνθρωποι αυτοί δεν σκέφτηκαν ποτέ να βοηθήσουν τους νέους να βρουν τον δρόμο που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τους, όπως θα όφειλε να κάνει ακόμα και ο τελευταίος δάσκαλος. Δεν ονειρεύτηκαν ποτέ μία δημοκρατία, όπου να αναβράζουν οι προσωπικές ιδέες και τα ρεύματα. Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν εξαναγκάσουν -τους νέους κι άπειρους ιδίως- ν΄ ακολουθήσουνε αυτά που πρέσβευαν αυτοί, ώστε να φαίνεται πως ήταν τόσο αξιόλογοι, ώστε επηρέασαν πολλούς. Αυτή η επιδίωξη τους ώθησε στην άγρια καταπολέμηση κάθε διαφορετικής αντίληψης, κάθε ταλέντου «ανυπότακτου».
   Γνωρίζοντας πολύ καλά τα πράγματα αυτά εκ πείρας, δεν πήρα το καμένο σίδερο για να τους στιγματίσω τότε που ήτανε καιρός ακόμα. Έδειξα ολιγωρία ασυγχώρητη, και όπως όλοι οι σοβαροί στην πόλη μας, κλείστηκα κι εγώ σε μια περήφανη μ’ ανώφελη και ίσως κωμική αξιοπρέπεια. Δεν ήθελα να μάθω τίποτε από αυτά που διαδραματίζονταν τριγύρω μου. Έγινα εντελώς καχύποπτος κι απομονώθηκα στην επιστήμη μου και τ’ άλλα μου γραψίματα πάνω από είκοσι χρόνια. Κανένας δεν με ήξερε κι εγώ τους αγνοούσα όλους.
   Τον Ιωάννου βέβαια τον είχα δει στην τηλεόραση, αλλά εδώ στην πόλη μας ψιθυριζόταν πως ήταν «ένας αποτυχημένος συγγραφέας, που πήγε στην Αθήνα για να δοξαστεί». Ένα τυχαίο γεγονός μ’ έφερε σ’ επαφή με το έργο του. Στη στοά Χρυσικοπούλου είχε πάρει φωτιά ένα βιβλιοπωλείο, και τα βιβλία που είχαν ράχες καπνισμένες εκτέθηκαν προς πώληση. Μαζί με κάποια άλλα, πήρα και τρία έργα του Ιωάννου. Τα διάβασα και αντιλήφθηκα κατάπληκτος ότι η περιώνυμη ομάδα τοποτηρητών είχε επιτύχει το ακατόρθωτο: Είχε αποκρύψει τον ελέφαντα πίσω από έναν τρύπιο ιστό αράχνης.
Μου έμενε όμως μια απορία: Καλά η συσκότιση και η απόκρυψη. Πώς όμως έναν τέτοιο συγγραφέα δεν τον καταδίωξαν μανιωδώς, αφού αυτή είναι η στάση τους απέναντι σε ό,τι ξεχωρίζει, κι αφού το «αποτυχημένος» που άκουγα ήταν ελάχιστο για τα δικά τους μέτρα; Δεν είχα με κανέναν απολύτως επαφές, ώστε να μου λύσει την απορία. Αργότερα όμως έμαθα από τα έργα του ίδιου του Ιωάννου πως η ομάδα που καταδιώκει ό,τι καλό γέννησε αυτός ο τόπος ήταν καθόλα συνεπής με τον εαυτό της: δεν είχε παραλείψει να του επιτεθεί και μάλιστα με τρόπο άγριο: «Μιλώ γι’ αυτό το φαινόμενο της ιδιαίτερης κακότητας και κακογλωσσιάς, που παρουσιάζουν ορισμένα -λίγα πραγματικά- άτομα της κοινωνίας της [Θεσσαλονίκης] ... Δεν ξέρω πού να αποδώσω αυτές τις κορυφώσεις, αυτές τις γλώσσες φωτιάς και δηλητηρίου, που ξεπετιούνται ξαφνικά εναντίον ιδιαίτερα ανύποπτων και αφοσιωμένων στη δουλειά τους ανθρώπων... Κρίμα, αλλιώτικοι άνθρωποι άξιζαν γι’ αυτήν την πόλη.» (Η Πρωτεύουσα των προσφύγων, σελ. 27). Η πόλη μας λοιπόν μπορούσε να κοιμάται ήσυχη. Οι «άνθρωποί» της εξετέλεσαν στο ακέραιο το χρέος τους: απόκρυψη και καταδίωξη για ό,τι ξεχωρίζει.
Αλλά εφόσον, παρά τη συσκότιση, το έργο του Ιωάννου εξακολουθεί να ακτινοβολεί, δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Εκτός απ’ τις γνωστές δηλώσεις του αρχηγού με αφορμή το θάνατο του Ιωάννου, που δείχνουν όχι μόνο ήθος ταπεινό, αλλά και βάρβαρη ψυχή, κάνουν τα παρακάτω: οργανώνουν διαλέξεις, όπου αντί να τιμούν, εξυβρίζουν τον Ιωάννου, ανθολογούν τα μετριότερά του έργα. Παρουσιάζουν στο κοινό μας τον Ιωάννου: Για να τον βάλουν σε μια τάξη χαμηλή που ο ίδιοι έχουν καθορίσει, διαλέγουν κάποιο ανούσιο πεζογράφημα, παρασιωπώντας τ’ άριστα, βέβαιοι πως εμείς οι άλλοι δεν γνωρίζουμε ανάγνωση, ώστε ν’ αντιληφθούμε τη δολιότητα της επιλογής. Η πολιτιστική πρωτεύουσα, για να μην ενοχληθούν οι τοποτηρητές, αποφεύγει να τιμήσει επίσημα τον Ιωάννου. Της υποδείχνουν την παράληψή της. Υποχρεώνεται να βάλει μια σφήνα, που πουθενά δεν προβλεπόταν. Απόκρυψη, δολοπλοκίες, ίντριγκες και κατασπίλωση. Ιδού το κλίμα και το ήθος που επέβαλε στην πόλη μας μία μικρή παρέα. Τώρα βεβαίως πήρανε το σύνθημα και τους μιμούνται κι άλλοι απέξω απ’ την ομάδα, αφού η υποτίμηση των αξιών τονώνει την αυτοεκτίμησή τους, ώστε αναρωτιέμαι σοβαρά αν θα γλιτώσουμε στο τέλος τη ρετσινιά των διωκτών και των εξορυκτών των οφθαλμών που δίκαια σχεδόν πάνε να μας κολλήσουν.
Είμαι πια πεπεισμένος πως ο Ιωάννου δεν θα ‘φευγε απ’ την πόλη μας και δεν θα κατέληγε στην Αθήνα, όπου η ιατρική της στάθηκε η αιτία του θανάτου του, εάν ο τοποτηρητής εδώ δεν είχε υφαρπάξει με τρόπο ύποπτο μια θέση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη που προοριζόταν για τον Ιωάννου (δες Η πρωτεύουσα των προσφύγων, 216 εξ.). Έτσι ο Ιωάννου πλανήθηκε εδώ κι εκεί, στην επαρχία και στο εξωτερικό. Όταν με τον καιρό είχε δικαίωμα να ζητήσει μετάθεση σ’ ένα μεγάλο κέντρο αστικό, δεν ζήτησε να ‘ρθει στην πόλη που γεννήθηκε, όπου -σπουδαίος αυτός συγγραφέας- θ’ αντιμετώπιζε καθημερινά τον χλευασμό και τη συκοφαντία. Άλλωστε όπως είπα η υποτίμηση των άξιων ξέφυγε πλέον απ’ τα όρια της γνωστής ομάδας κι απλώθηκε λίγο-πολύ παντού σαν μια σιχαμερή επιδημία.
Ιδού τι απομάκρυνε τον Ιωάννου από την πόλη που αγάπησε βαθιά κι έγινε η αιτία του θανάτου του:
   Δεν έχουμε εδώ ούτε έναν κριτικό, έστω και μετριότητα, που θα ‘βαζε κουτσά στραβά τα πράγματα στη θέση τους. Οι πανεπιστημιακοί συνάδελφοί μου, για λόγους ευνόητους, κοιτάζουν να πιαστούν από παλιά σπουδαία ονόματα κι αδιαφορούν για ό,τι γίνεται τριγύρω τους. Οι λίγοι άξιοι λογοτέχνες μας είναι υπερβολικά κλειστοί. Θαρρώ πως έγιναν καχύποπτοι με όσα έκτροπα παρατηρούν τριγύρω τους. Από τη μια λοιπόν η αδιαφορία των καλών κι από την άλλη οι χλευασμοί. Τα πόστα όλα πιασμένα από τα μέλη της γνωστής ομάδας ή απ’ αυτούς που προτιμούν να τα ‘χουνε καλά μαζί τους. Ο διευθυντής του ενός από τα δύο λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης μας έχει στενούς δεσμούς με την παρέα. Αν γίνει μια ανθολογία Θεσσαλονικέων, θ' ανατεθεί σε κάποιον απ’ αυτούς, κι όχι σε έναν άξιο πανεπιστημιακό ή διαπρεπή φιλόλογο. Λίγοι εκδότες με συμβούλους μέλη της γνωστής ομάδας. Ποιος απ' αυτούς εξέδωσε τον Θεμέλη, τον Βαλιούλη, τον Ιωάννου, τον Παπασιώπη, τον Χειμωνά; Χωρίς πρόθεση σύγκρισης, ας βάλω και τον εαυτό μου σ’ εκείνους που αγνόησαν. Ένας εξέδωσε Ασλάνογλου, όταν αυτός είχε καθιερωθεί, όχι βεβαίως στη Θεσσαλονίκη. Εδώ μόνο οι κάκτοι κι οι φραγκοσυκιές ευδοκιμούν. Και πώς να ξεκινήσει ή πώς να επιζήσει εδωπέρα ένας λογοτέχνης;
Το πως παραμερίστηκαν ή θάφτηκαν οι πιο καλοί από τους λογοτέχνες μας -ο πλέον θλιβερός είναι ο παραμερισμός του Θέμελη- και αρκετοί από αυτούς, όπως ο Ιωάννου, χρειάστηκε να εκπατριστούν, προκάλεσε μια φοβερή ζημιά. Δεν χρησιμοποιήθηκε η πείρα τους και φυσικά δεν έγινε καμία πρόοδος. Αντί για μια δημοκρατία, όπου να πολεμούν, να διαπλέκονται, να συμπληρώνονται και να χωρίζουν οι προσωπικές ιδέες, δημιουργήθηκε εδώ ένα τέλμα μονότονο, όπου τσαλαβουτάμε όλοι μας με ενθουσιασμό.

Δημοσιεύτηκε στις 11 Ιουνίου 1998 στην εφημερίδα Ημερησία της Βέροιας.